ὀδυνᾷς

ὀδυνᾷς
ὀδυνάω
cause
pres subj act 2nd sg
ὀδυνάω
cause
pres ind act 2nd sg (epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ὀδύνας — ὀδύνᾱς , ὀδύνη pain of body fem acc pl ὀδύνᾱς , ὀδύνη pain of body fem gen sg (doric aeolic) ὀδύνᾱς , ὀδυνάω cause imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλυκόπικρος — η, ο (Α γλυκύπικρος, ον, Μ γλυκόπικρος, ον) 1. αυτός που έχει γεύση και γλυκιά και πικρή 2. εκείνος που είναι και ευχάριστος και δυσάρεστος, ο οποίος φέρνει και χαρά ή ηδονή και πίκρα ή οδύνη (α. «γλυκόπικρα μαντάτα» β. «ἔργοις γνωρίσεις ἔρωτος… …   Dictionary of Greek

  • κοιμάμαι — και κοιμούμαι (Α κοιμῶ, άω, Μ κοιμοῡμαι και κοιμῶμαι) 1. βρίσκομαι σε κατάσταση ύπνου, πέφτω σε ύπνο 2. πλαγιάζω για ύπνο 3. συνεκδ. πεθαίνω, κείτομαι νεκρός 4. μτφ. αδιαφορώ, απρακτώ, εφησυχάζω, αδρανώ («το κράτος κοιμάται») 5. έρχομαι σε… …   Dictionary of Greek

  • κωφώνω — (AM κωφῶ, όω, Μ και κωφώνω) [κωφός] προξενώ κώφωση σε κάποιον, κουφαίνω (μσν. αρχ.) κάνω κάποιον ή κάτι να εξασθενήσει ή να σταματήσει (α. «κωφώνω τὰ δάκρυα» πνίγω τα δάκρυα β. «ὀδύνας κωφοῑ», Ιπποκρ.) αρχ. παθ. κωφοῡμαι, όομαι α) είμαι νωθρός σε …   Dictionary of Greek

  • υποτείνω — (I) ὑποτείνω, ΝΜΑ [τείνω] (το θηλ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) βλ. υποτείνουσα αρχ. 1. τοποθετώ τεντωμένο κάτι κάτω από κάτι άλλο («ὑποτείνειν δοκίδα ὑπὸ τὴν κλίνην», Ιπποκρ.) 2. τεντώνω με δύναμη («ὑπότεινε δὴ πᾱς καὶ κάταγε τοῑσιν κάλῳς», Αριστοφ.) 3 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”